Ανοιχτά καθημερινά 5:00 μμ – 9:00 μμ
O Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα έμμετρο μυθιστόρημα που εκτείνεται σε 10.012 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Γράφτηκε στη Σητεία και στο Ηράκλειο γύρω στο 1600 μ.Χ., στην ακμή της Κρητικής Αναγέννησης, η οποία δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις αναγεννησιακές σχολές της Δύσης. Αφηγείται τον μεγάλο έρωτα του Ερωτόκριτου, ενός νέου που είχε όλες τις χάρες, αλλά δεν ήταν βασιλόπουλο, και της βασιλοπούλας Αρετούσας. Η υπόθεση έχει πολλά κοινά με το έργο Paris et Vienne του Γάλλου Pierre de la Cypède, το οποίο εκδόθηκε το 1487, αλλά το κρητικό αριστούργημα είναι ασύγκριτα υπέρτερο λογοτεχνικά και νοηματικά. Η υπόθεσή του οργανώνεται σε πέντε ενότητες. Έρωτας, παλικαριά, δοκιμασία, πόλεμος, λύτρωση.
Το έργο ρέει και αγαπιέται χάρη στην υπέροχη ντοπιολαλιά της Ανατολικής Κρήτης και τον ομοιοκατάληκτο δίστιχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που γνωρίζουμε και από τις μαντινιάδες. Υμνεί τον έρωτα, τη φιλία, τη λεβεντιά, αλλά και το δικαίωμα στην ευτυχία του αναγεννησιακού ανθρώπου και τον απελευθερωτικό αγώνα από κάθε εξουσία, θρησκευτική, βασιλική, πατρική, που εμποδίζει την ευτυχία αυτή. Στο έργο επίσης καταξιώνεται η ισότητα των φύλων. Ο Ερωτόκριτος αγαπήθηκε αμέσως από το λαό, που τον έκανε εγχειρίδιο ζωής και τραγούδι. Αντίθετα η αποδοχή του από τους λογίους πέρασε διάφορες φάσεις μέχρι να φτάσει στη σημερινή καθολική αναγνώριση. Θεωρήθηκε από ορισμένους ελαφρύ ανάγνωσμα, βλαπτικό για τα γλωσσικά, τα εθνικά και τα ηθικά ιδεώδη, έφτασαν μάλιστα να τον ξαναγράψουν στην καθαρεύουσα.
Ο Ερωτόκριτος έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες, διδάσκεται σε πανεπιστήμια και του εξωτερικού και συνεχίζει να εμπνέει μουσικούς, σκηνοθέτες, γλύπτες και ζωγράφους.
O Ερωτόκριτος έχει ως θέμα την ιστορία δύο νέων, του Ερωτόκριτου και της βασιλοπούλας Αρετούσας, των οποίων ο έρωτας ευοδώνεται ύστερα από αλλεπάλληλες δυσκολίες και δοκιμασίες. Η πλοκή διαιρείται σε πέντε μέρη: ο έρωτας, το κονταροχτύπημα, ο κρυφός δεσμός και η εξορία του Ερωτόκριτου, η φυλάκιση της Αρετούσας και ο ηρωισμός του Ερωτόκριτου, η δοκιμασία της πίστης και η νίκη της αγάπης.
Η ιστορία τοποθετείται σε μια μυθική Αθήνα όπου ζουν ο βασιλιάς Ηράκλης και η βασίλισσα Αρτέμη με τη μοναχοκόρη τους την Αρετούσα, μια ασύγκριτη στη χάρη και στην ομορφιά κοπέλα. Ο νεαρός Ερωτόκριτος, γιος του συμβούλου του βασιλιά, του Πεζόστρατου, ερωτεύεται την πριγκίπισσα και εκμυστηρεύεται τον έρωτά του στον φίλο του Πολύδωρο. Ο φίλος του προσπαθεί να μεταβάλει τη γνώμη και τα συναισθήματα του Ερωτόκριτου, τον συντροφεύει όμως στο νυχτερινό τραγούδι κάτω από το παράθυρο της Αρετούσας και του συμπαραστέκεται όταν ο βασιλιάς στέλνει δέκα ανθρώπους να πιάσουν τον άγνωστο τραγουδιστή. Η Αρετούσα αρχίζει να ερωτεύεται τον άγνωστο νέο, ο Ερωτόκριτος όμως πείθεται να ταξιδέψει στην Έγριπο (Εύβοια), προκειμένου να ξεχάσει τα συναισθήματά του. Κατά την απουσία του ο πατέρας του αρρωσταίνει και η νεαρή πριγκίπισσα, όταν τον επισκέπτεται μαζί με τη μητέρα της, ανακαλύπτει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου τα τραγούδια και τη ζωγραφιά της. Μετά την επιστροφή του ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι η Αρετούσα έχει μπει στην κάμαρά του και έχει ανακαλύψει την ταυτότητά του. Τέλος στην ανησυχία του δίνει η διαπίστωση ότι η Αρετούσα φαίνεται να ανταποκρίνεται στην αγάπη του.
Ο βασιλιάς Ηράκλης οργανώνει ένα κονταροχτύπημα («γκιόστρα»), με σκοπό αφενός να διασκεδάσει την κόρη του, αφετέρου να της βρει κατάλληλο σύζυγο. Καταφθάνουν δεκατέσσερις άρχοντες από πολλά μέρη: ο Φιλάρετος από την Μεθώνη, ο Ηράκλης από την Έγριπο, ο Δρακόκαρδος από την Πάτρα, ο Δημοφάνης από την Μυτιλήνη, ο Ανδρόμαχος από το Ανάπλι, ο Γλυκάρετος από την Αξιά, ο Πιστόφορος από το Βυζάντιο, ο Δρακόμαχος από την Κορώνη, ο Νικοστράτης από τη Μακεδονία, ο Τριπόλεμος από τη Σκλαβουνιά, ο Κυπριώτης Κυπρίδημος, ο Ερωτόκριτος από την Αθήνα, ο Κρητικός Χαρίδημος, άρχοντας της Γόρτυνας και ο Καραμανίτης Σπιθόλιοντας. Οι δύο τελευταίοι μονομαχούν, καθώς ο Σπιθόλιοντας κατηγορεί τον Χαρίδημο ότι ο πατέρας του είχε κλέψει από τον δικό του πατέρα ένα σπαθί. Η γκιόστρα ξεκινά την επόμενη μέρα. Ο βασιλιάς προσδιορίζει τους αντιπάλους, ακολουθούν οι μονομαχίες και με κλήρωση ορίζεται ποιοι δύο ανάμεσα στους τρεις επικρατέστερους θα μονομαχήσουν τελικά. Ο Κρητικός αποκλείεται και φεύγει θυμωμένος. Ο Ερωτόκριτος αγωνίζεται με τον Κυπρίδημο, επικρατεί και λαμβάνει το στεφάνι του νικητή από τα χέρια της Αρετούσας.
Οι δύο νέοι συναντιούνται κρυφά τις νύχτες και μιλούν από τις δύο πλευρές ενός σιδερόφρακτου παραθύρου. Μετά από παρότρυνση της Αρετούσας, ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να ζητήσει το χέρι της Αρετούσας. Ο Πεζόστρατος δέχεται απρόθυμα και πηγαίνει στον Ηράκλη. Ο βασιλιάς αντιδρά βίαια στο αίτημα θεωρώντας ότι ο γάμος μια πριγκίπισσας με έναν κοινό θνητό είναι αδύνατος και τιμωρεί τον Ερωτόκριτο με εξορία. Ανυποψίαστος ανακοινώνει στην Αρετούσα ότι θα παντρευτεί τον Πιστόφορο, το ρηγόπουλο του Βυζαντίου και η Αρετούσα δεν απαντά. Αργότερα όμως αποφασίζει να αρραβωνιαστεί το ίδιο βράδυ τον Ερωτόκριτο. Οι δύο νέοι στη νυχτερινή τους συνάντηση αναγκάζονται να αποχαιρετιστούν, ορκίζονται όμως αιώνια πίστη και η Αρετούσα δίνει στον Ερωτόκριτο το δαχτυλίδι της ως αρραβώνα.
Οι γονείς της Αρετούσας την πιέζουν να παντρευτεί το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, εκείνη όμως αρνείται. Ο βασιλιάς οργίζεται και διατάζει να την φυλακίσουν μαζί με τη Φροσύνη, την οποία θεωρεί συνυπεύθυνη για τη συμπεριφορά της κόρης του. Ο Ερωτόκριτος στην Έγριπο όπου βρίσκεται, μαθαίνει μέσω του Πολύδωρου τα βάσανα της Αρετούσας. Τρία χρόνια αργότερα, ο ρήγας της Βλαχίας Βλαντίστρατος εισβάλλει στο βασίλειο της Αθήνας. Ο Ερωτόκριτος, αφού μαυρίσει το πρόσωπό του με ένα μαγικό φίλτρο, προκειμένου να μην αναγνωριστεί, αποφασίζει να επιστρέψει και να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Προκαλεί βαριές απώλειες στον εχθρό, ενώ σε μια έφοδο σώζει τη ζωή του Ηράκλη. Στο μεταξύ καταφθάνει ο ανιψιός του Βλαντίστρατου, ο Άριστος, που προτείνει να τελειώσει ο πόλεμος με μία μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και τον αξιότερο πολεμιστή της Αθήνας. Ο Ερωτόκριτος προθυμοποιείται να μονομαχήσει μαζί του και μετά από σκληρή μάχη τραυματίζεται, αλλά και τραυματίζει θανάσιμα τον Άριστο.
Ο βαριά τραυματισμένος και αγνώριστος Ερωτόκριτος μεταφέρεται στο παλάτι του Ηράκλη. Ο βασιλιάς του προσφέρει όλο του το βασίλειο, εκείνος όμως ζητάει μονάχα το χέρι της κόρης του. Η Αρετούσα εξακολουθεί να αρνείται και ο ξένος την επισκέπτεται στη φυλακή. Η νέα αρνείται εκ νέου και εκείνος φεύγοντας αφήνει στη Φροσύνη το δαχτυλίδι του αρραβώνα που του είχε δώσει η Αρετούσα. Η νέα, όταν το βλέπει, αναστατώνεται και ξεσπά σε θρήνο περιμένοντας να ξημερώσει η μέρα για να επανέλθει ο ξένος και να της δώσει εξηγήσεις για το πώς βρέθηκε το δαχτυλίδι στα χέρια του. Την επόμενη μέρα, ο Ερωτόκριτος δοκιμάζει την πίστη της, εξιστορώντας τον δήθεν θάνατο του αγαπημένου της. Η Αρετούσα ξεσπά σε κλάμα και απειλεί να σκοτωθεί. Τότε ο Ερωτόκριτος πλένεται με το αντίδοτο και επανέρχεται στη μορφή του. Ξαναμεταμορφώνεται όμως, ανακοινώνουν στον βασιλιά ότι θα γίνει ο γάμος και όταν αυτό γίνεται, αλλάζει και πάλι στην όψη του και αποκαλύπτει σε όλους την ταυτότητά του. Ο βασιλιάς δίνει την ευχή του, οι δύο νέοι παντρεύονται, αργότερα ανεβαίνουν στον θρόνο και ζουν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά γεράματα.
Η κρητική λογοτεχνία στην ακμή της επηρεάζεται από την Ιταλική Αναγέννηση, γι’ αυτό και τα έργα της περιόδου βασίζονται συνήθως σε κάποιο δυτικό πρότυπο, το οποίο ωστόσο οι ποιητές αντιμετώπιζαν με τρόπο δημιουργικό και συχνά πρωτότυπο.
Οι μελετητές του Ερωτόκριτου από νωρίς διατύπωσαν διάφορες απόψεις ως προς τις πηγές και τα πρότυπά του. Κάποιοι το συσχέτιζαν με το δημοτικό τραγούδι και το παραμύθι, άλλοι με μεσαιωνικά και αναγεννησιακά ιταλικά κείμενα, με δημώδη υστεροβυζαντινά μυθιστορήματα και αρχαία κλασικά έργα που έφταναν στην βενετοκρατούμενη Κρήτη μέσω ιταλικών μεταφράσεων. Ο Στ. Ξανθουδίδης τοποθετήθηκε ανάμεσα στις δύο θεωρίες χαρακτηρίζοντας το έργο μια προσωπική δημιουργία που συνδυάζει «νάματα πολλαπλών μικρότερων πηγών».
Ωστόσο πριν από αυτές τις επισημάνσεις, ο Ηπειρώτης λόγιος και καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας Χριστόφορος Φιλητάς είχε συνδέσει τον Ερωτόκριτο με το γαλλικό πεζό μυθιστόρημα Paris et Vienne του Pierre de la Cypède. Δυστυχώς τα τετράδια με τις σημειώσεις του δεν εκδόθηκαν ποτέ, φυλάσσονται όμως σήμερα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Το 1935 ο Ρουμάνος N. Cartojan διατύπωσε εντύπως την άποψη ότι ο Ερωτόκριτος συνδέεται με το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne και τις ιταλικές μεταφράσεις του. Το γαλλικό έργο τυπώθηκε στα 1487 και μέχρι το τέλος του 16ου αι. είχε μεταφραστεί σε έντεκα γλώσσες. Από τις συνολικά δεκατρείς διασκευές στα ιταλικά τυπώθηκαν μόνο τρεις: Μία πεζή και δύο έμμετρες, οι οποίες, μαζί με μια λατινική διασκευή του 1516, αποτελούν το σώμα των κειμένων που μελετώνται ως προς το βαθμό επίδρασής τους πάνω στον Ερωτόκριτο.
Κοινό τόπο όλης της έρευνας αποτελεί η διαπίστωση ότι ο Κορνάρος αντιμετώπισε το πρότυπό του με ανανεωτική και δημιουργική διάθεση. Αναμειγνύει τολμηρά τα λογοτεχνικά είδη εισάγοντας τον διάλογο, ορίζοντας πέντε πράξεις και ενισχύοντας τη θεατρικότητα του έργου. Απλοποιεί την πλοκή και αφαιρεί παρέμβλητα επεισόδια. Εξυφαίνει τους χαρακτήρες και τα συναισθήματα των ηρώων με μοναδικό βάθος, λεπτομέρεια και αρτιότητα. Αφαιρεί το χριστιανικό στοιχείο και υιοθετεί μια πιο φιλοσοφική αντιμετώπιση του κόσμου. Προτείνει ορθολογικές εξηγήσεις για τα φυσικά φαινόμενα και χρησιμοποιεί μια γλώσσα καθαρή και ζωντανή. Κυρίως όμως, δημιουργεί μέσα από τους αναχρονισμούς και τα αναμεμειγμένα λογοτεχνικά θέματα, έναν εξιδανικευμένο μυθικό ποιητικό κόσμο που βασίζεται από τη μία στη μεσαιωνική παράδοση και από την άλλη κλείνει μέσα του τη δροσιά και την τόλμη της Αναγέννησης.
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γράφει τον Ερωτόκριτο στην ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιεί το κρητικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης με συνειδητή διάθεση να το κρατήσει μακριά από λόγιες και ξένες λέξεις, με άλλα λόγια από το μεικτό ιδίωμα που χρησιμοποιούν άλλοι ποιητές. Σύμφωνα με τον Στ. Ξανθουδίδη, η γλώσσα του Ερωτόκριτου είναι «γνησιωτάτη δημοτική», κυρίως γιατί αποφεύγονται οι τύποι και οι εκφραστικοί τρόποι που προσκρούουν στο νεότερο γλωσσικό ιδίωμα. Το ποίημα οργανώνεται σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, ενώ δε λείπουν και οι τετραπλές ρίμες. Η έκφραση είναι προσεκτικά δουλεμένη, προκειμένου να εκφράσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις, χωρίς όμως να χάνει ποτέ τη φυσικότητά της. Ο στίχος είναι ρυθμικός, χάρη στην ποικιλία των τόνων, τις συνιζήσεις και την τήρηση της αρμονίας στον αριθμό των λέξεων ανά στίχο και δίστιχο. Ίσως γι’ αυτό ο Γιώργος Σεφέρης κάνει λόγο για «ποιητικό βηματισμό, έναν ίσο και χαμηλό τόνο που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση».
Ο Ερωτόκριτος επηρέασε τα κρητικά έργα που γράφτηκαν πριν και μετά από την άλωση του Χάνδακα. Γνώρισε όμως και ευρεία διάδοση στον λαό της Κρήτης. Σύμφωνα με τον κρητικό επιμελητή της πρώτης έκδοσης του Bortoli (1713), οι κρητικοί πρόσφυγες μετά το 1669 έπαιρναν το έργο μαζί τους στα υπάρχοντά τους. Μεγάλη επίδραση άσκησε και στο κρητικό λαϊκό δίστιχο, την ονομαζόμενη «μαντινιάδα». Η χρήση της δημώδους γλώσσας φαίνεται να ήταν η πρωταρχική αιτία της μεγάλης απήχησης του έργου στο λαϊκό αναγνωστικό κοινό και ταυτόχρονα της μείωσης του ενδιαφέροντος, των διανοουμένων στη στροφή του 18ου προς τον 19ο αιώνα. Ο Διονύσιος Φωτεινός έφτασε το 1818 να διασκευάσει τον Ερωτόκριτο στην καθαρεύουσα και να τον εκδώσει στη Βιέννη με τον τίτλο «Νέος Ερωτόκριτος».
Η διάδοση του έργου στον λαό οδήγησε την φιλολογική κριτική σε νέες προσεγγίσεις, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Εκτενή αποσπάσματα του Ερωτόκριτου απομνημονεύονταν στην Κρήτη, απαγγέλλονταν σε συντροφιές και συγκεντρώσεις, μελοποιήθηκαν και αγαπήθηκαν από τον λαό. Στα Επτάνησα, στην Ηλεία, την Άμφισσα και αλλού μαρτυρούνται λαϊκές αποκριάτικες παραστάσεις διασκευασμένων τμημάτων της γκιόστρας. Ο Σεφέρης ανακαλεί τον Μάιο του 1941, την ώρα που τα Χανιά βομβαρδίζονταν από τους Γερμανούς, τους γυρολόγους βιβλιοπώλες στους δρόμους της Σμύρνης των παιδικών του χρόνων, να πουλάνε το ευτελούς έκδοσης έντυπο του Ερωτόκριτου με το «τριανταφυλλί» ή «φιστικί» εξώφυλλο. Ο ποιητής ανακαλύπτει μ’ αυτόν τον τρόπο στις φαινομενικά σπασμένες αναμνήσεις του έναν αναξιοποίητο εθνικό και υπερεθνικό θησαυρό που αβίαστα και σταθερά οδήγησε το ελληνικό έθνος από τα αρχαία ομηρικά χρόνια στον Σολωμό και τη νεωτερικότητα.
Ο Ερωτόκριτος γράφτηκε γύρω στο 1600 και κυκλοφόρησε αρχικά σε χειρόγραφα. Σήμερα το μόνο σωζόμενο είναι το επτανησιακό χειρόγραφο του 1710, το οποίο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και προέρχεται από την ιδιωτική συλλογή του λόρδου Harley. Αγοράστηκε το 1725 για λογαριασμό του λόρδου από τον κάτοχό του κερκυραίο Νικόλαο Ροδόσταμο. Το χειρόγραφο διακοσμούν 121 μικρογραφίες, με τίτλους σε κάποια σημεία γραμμένους στα ιταλικά, μεγάλα κεφαλαία γράμματα με φυτικά μοτίβα και σκόρπια φυτικά θέματα. Το χειρόγραφο πιθανότατα αντέγραψε παλαιότερο κείμενο που ήταν γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον τρόπο που μεταγράφει το λατινικό αλφάβητο στο κρητικό ιδίωμα.
Ο Ερωτόκριτος πρωτοτυπώθηκε το 1713 στη Βενετία, στο τυπογραφείο του Ιταλού Antonio Bortoli. Από την πρώτη αυτή έκδοση σώζονται τρία αντίτυπα, ένα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αθήνα, ένα στη Biblioteca Civica της Vicenza και ένα στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Γρεβενών.
Ο επιμελητής της πρώτης έκδοσης δηλώνει ότι συμβουλεύτηκε «πολλά και διάφορα χειρόγραφα» για να διορθώσει το έργο, ενώ παρακαλεί τους αναγνώστες αν έχουν στη διάθεσή τους άλλα χειρόγραφα, να του τα στείλουν για να το «μετατυπώσει» αργότερα βελτιωμένο. Το έργο ανατυπώθηκε στο ίδιο τυπογραφείο το 1737 και αντίτυπο αυτής της έκδοσης βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Ακολουθούν αρκετές ανατυπώσεις και πάλι στη Βενετία στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ, και αργότερα στο τυπογραφείο του «Φοίνικος», οι οποίες επαναλαμβάνουν τις επιλογές της έκδοσης του 1737. Λιγότερο επιμελημένες εκδόσεις γίνονται και στην Αθήνα την ίδια εποχή.
Η πρώτη φιλολογική έκδοση πραγματοποιήθηκε από τον Στέφανο Ξανθουδίδη στα 1915 και βασίστηκε στο επτανησιακό χειρόγραφο. Στην εισαγωγή της έκδοσης αυτής ο Ξανθουδίδης θεμελιώνει για πρώτη φορά επιστημονικά την κρητική προέλευση του ποιήματος και τη χρονολόγησή του, ενώ καταπιάνεται με θέματα που θα απασχολήσουν αργότερα την έρευνα, όπως η ταύτιση του ποιητή και η εύρεση των λογοτεχνικών πηγών. Επόμενη φιλολογική έκδοση είναι εκείνη του Στυλιανού Αλεξίου τα 1980 η οποία επανασυνδέει το κείμενο με την παράδοση της έκδοσης της Βενετίας. Σήμερα το κείμενο της έκδοσης του Bortoli είναι προσιτό από την έκδοσή του που επιμελήθηκε ο Γεώργιος Σαββίδης.
Η σύλληψη και η πρωτότυπη διαχείριση του υλικού του Ερωτόκριτου δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο ερμηνειών και προβληματισμού. Η διαφοροποίηση του Κορνάρου από το δυτικό πρότυπό του αποτελεί μία συνειδητή επιλογή που προκαλεί τον αναγνώστη να εξετάσει προσεκτικά τις ιδέες, τα σύμβολα και τις φιλοσοφικές προεκτάσεις του έργου. Οι προσπάθειες των μελετητών να συσχετίσουν τον Ερωτόκριτο με έργα διαφόρων ποιητών, από τον Όμηρο ως τον Αριόστο και με φιλοσόφους από τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς ως τον Επίκουρο, έχουν αποφέρει ενδείξεις τέτοιας επιρροής, ωστόσο το έργο παραμένει μια πολλαπλώς πρωτότυπη σύνθεση. Ακόμα και η δυσκολία να ταξινομηθεί ο Ερωτόκριτος ως γραμματολογικό είδος, μάλλον επιβεβαιώνει πως πρόκειται για μια ιδιότυπη τομή στα ευρωπαϊκά γράμματα, μια δυσταξινόμητη λογοτεχνία. Το «έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα», με βάση τον επικρατέστερο ορισμό -του Στ. Αλεξίου-, εμπεριέχει ταυτόχρονα ένα αρμονικό σύνολο από φιλοσοφικές, ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές απόψεις.
Οι νεοπλατωνικές αναζητήσεις των μελών της Ακαδημίας των Stravaganti, με την οποία συνδεόταν ο Κορνάρος, επηρέασαν πιθανότατα το έργο του. Οι ήρωες αγωνίζονται στον στίβο των ηθικών αρετών, ελέγχουν τα πάθη τους και με τη βοήθεια της «αμάλαγης φιλιάς» και της αταλάντευτης προσήλωσης στο αγνό και το ιδανικό, καταξιώνονται. Συγκεκριμένα ο Ερωτόκριτος ωριμάζει και αλλάζει στην εξορία. Χάνοντας την ομορφιά και την ευφράδεια του, απελευθερώνεται από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν ελκυστικό και στηρίζεται στη γενναιότητα και τη γενναιοδωρία του (σώζει το βασιλιά που τον εξόρισε) και με αυταπάρνηση δε διστάζει να φτάσει στο κατώφλι του θανάτου προκειμένου να υπερασπιστεί αυτά που του επιβάλει το καθήκον. Ο ήρωας που μέσα από την απομάκρυνση, την περιπλάνηση, τις περιπέτειες και την ψυχική δοκιμασία του φτάνει σε ένα είδος ψυχικής τελείωσης, συνδέεται με την πλατωνική αναζήτηση ενός ανώτατου προτύπου ηθικής συμπεριφοράς που οδηγεί στην ευτυχία. Συνδέεται όμως και με την αριστοτελική «εντελέχεια». Αλλά και η λειτουργία της φύσης στον Ερωτόκριτο αποκτά ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Η παρουσία του Ήλιου και των Άστρων, οι συνεχώς παρούσες φυσικές δυνάμεις, η λάμψη της φωτιάς που τραβά το ψυχάρι στην καταστροφή αλλά και στην κάθαρση αποτελούν πλατωνικές απηχήσεις.
Μήπως όμως και στη μουσική που αποτελεί το μέσο πραγμάτωσης ενός έρωτα ex auditu στο συγκεκριμένο έργο μπορούμε να ανιχνεύσουμε την πυθαγόρεια αντίληψη για την αρμονία του σύμπαντος; Τα τραγούδια του Ερωτόκριτου έχουν μια θεραπευτική λειτουργία και η Αρετούσα αρκείται σε αυτά για να συμπεράνει την ποιότητα και την ηθική ανωτερότητα του άγνωστου δημιουργού τους. Από το αισθητό εικάζει το υπεραισθητό σαν να ισχύει η ευθεία αναλογία ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο που περιέγραψε ο Πυθαγόρας.
Η σύγχρονη έρευνα θέτοντας καινούργιες θεωρήσεις και προοπτικές του έργου, εστιάζει ακόμα στην επίδραση του Επίκουρου η οποία μπορεί να έφτασε στον Κορνάρο μέσω του Λουκρήτιου. Ο βαθύς στοχασμός γύρω από «τη φύση των πραγμάτων» και τη μεταβλητότητα της ζωής διαπνέει ολόκληρο το έργο: Η δουλεία, η φτώχεια και τα πλούτη έρχονται και χάνονται αφήνοντας αναλλοίωτη την ουσία, την αλήθεια των πραγμάτων.
Ωστόσο, ο ποιητικός ορίζοντας του Ερωτόκριτου κλείνει μέσα του έναν βαθύ ανθρωπισμό που εκφράζει τόσο τις αναζητήσεις και τον πνευματικό αγώνα του αναγεννησιακού ανθρώπου, όσο και τον ανοιχτό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού, παραμένοντας ταυτόχρονα λόγιο και λαϊκό έργο, με χαρακτηριστικά δημοτικού τραγουδιού. Οι προσωπικές αρετές, οι ατομικές επιλογές, το αυτεξούσιο του ανθρώπου ενάντια στους περιορισμούς των κοινωνικών συμβάσεων θεμελιώνουν την ευρωπαϊκή-ουμανιστική ταυτότητα του έργου. Στην Αναγέννηση της Κρήτης και του Κορνάρου όμως, η απελευθέρωση συνυπάρχει με το μέτρο, επειδή οι αξίες της ήταν διπολικές, είχαν γκάζι, μα είχαν και φρένο, φρόνηση.
Πρωτοπόρα ακόμα και για την εποχή της Αναγέννησης είναι η κεντρική θέση της Αρετούσας στο έργο. Εκείνη, κυρία του εαυτού της, παίρνει όλες τις απαραίτητες πρωτοβουλίες να συναντήσει τον Ερωτόκριτο αλλά και να επισημοποιήσει τη σχέση τους. Βασανίζεται, ταπεινώνεται, φυλακίζεται καθώς αντιστέκεται όχι μόνο στις κοινωνικές συμβάσεις ή στην πατρική επιθυμία αλλά κυρίως στη βία της εξουσίας. Δίπλα σε εκείνη και ο Ερωτόκριτος αγωνίζεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, καταπνίγοντας στην αρχή τα συναισθήματά του, μέχρι να βρει τη δύναμη να αυτοπροσδιοριστεί και να διεκδικήσει την ευτυχία. Ο πολυδιάστατος αγώνας για το αυτεξούσιο βρίσκει την καλύτερη έκφραση στον αγώνα των δύο ερωτευμένων νέων.
Μήπως όμως υπάρχει και μια πολιτική πρόθεση ανάγνωσης του Ερωτόκριτου που ενδεχομένως συνιστά απάντηση στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, όπου η ηγεμονία κερδίζεται δίχως “πιβουλιά”, στον αντίποδα δηλαδή του μακιαβελικού προτάγματος που θέλει τον σκοπό να αγιάζει τα μέσα;
Οι πολλές οπτικές του ποιήματος αποδεικνύουν την πληθωρικότητα των νοημάτων και την εσωτερική του δύναμη. Ίσως γι’ αυτό κάθε αναγνώστης μπορεί να διαμορφώνει μία προσωπική σχέση με το ποίημα, να το συνδέει με τον προσωπικό του βιωματικό ορίζοντα και να το «διαβάζει» εν τέλει διαφορετικά, ως ερωτική ιστορία, ως ηρωικό έπος, ως διδακτικό αφήγημα, ως φιλοσοφικό αναστοχασμό.
Ο Ερωτόκριτος, έργο δημοφιλές, κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλο τον 17ο αιώνα. Σήμερα το μόνο σωζόμενο είναι το επτανησιακό χειρόγραφο του 1710, το οποίο διατίθεται ψηφιακά στη Συλλογή Harley της Βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου (δείτε την εγγραφή, το χειρόγραφο κείμενο και 19 επιλεγμένες εικονογραφημένες σελίδες). Το 1713 στη Βενετία παράγεται από τον Antonio Bortoli η πρώτη έντυπη έκδοση του έργου, από την οποία σώζονται τρία αντίτυπα, και έκτοτε ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης.
Η πρώτη ενδελεχής φιλολογική προσέγγιση του έργου έγινε μέσα από την κριτική έκδοση του Στέφανου Ξανθουδίδη το 1915 και σήμερα διατίθεται από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης «Ανέμη» (δείτε την εγγραφή και το κείμενο). Αποτέλεσμα της επεξεργασίας στην πρώτη έκδοση της Βενετίας ήταν η φιλολογική έκδοση του Γεώργιου Σαββίδη το 1998, η οποία είναι ψηφιακά προσβάσιμη από την αστική μη κερδοσκοπική κοινωφελή εταιρεία Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού (δείτε το κείμενο ψηφιοποιημένο).
Ανοιχτά καθημερινά 17:00 – 21:00
Βιτσέντζου Κορνάρου 97 & Καζαντζάκη
Τηλ. Επικοινωνίας: +30 28430 22042
Email: info@vitsentzoskornaros.org
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. This category only includes cookies that ensures basic functionalities and security features of the website. These cookies do not store any personal information.
Any cookies that may not be particularly necessary for the website to function and is used specifically to collect user personal data via analytics, ads, other embedded contents are termed as non-necessary cookies. It is mandatory to procure user consent prior to running these cookies on your website.